-
1 βοηθητικος
31) готовый оказать помощь(ἔν τινι Arst.; τοῖς πένησι Plut.)
2) несущий помощь, действенный(πρὸς τὰς καλὰς πράξεις Arst.)
3) защищающий, ограждающий, предохраняющий(πρὸς τὰς ἀδικίας Arst.; πρὸς τέν κολακείαν Plut.)
См. также в других словарях:
ολοδρομία — ὁλοδρομία, ἡ (Α) γοργό τρέξιμο προς μία κατεύθυνση («τὴν πρὸς τὰς καλὰς πράξεις ὁλοδρομίαν», Κλήμ. Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + δρομία (< δρομος < δρόμος), πρβλ. ταχυ δρομία] … Dictionary of Greek
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek